Μαγεύεται από τη Βενετία αλλά ανυπομονεί να γνωρίσει τη Ρώμη και την κλασική αρχαιότητα. Συνεχίζει το ταξίδι στη Νάπολη και στη Σικελία, όπου για πρώτη φορά αντικρίζει γνήσια αρχαία ελληνικά κτίσματα και αντιλαμβάνεται τη διαφορά της ελληνικής τέχνης από τη ρωμαϊκή.
Οι παρατηρήσεις του όταν δεν περιορίζονται στο ενδιαφέρον του για την αρχαιότητα που την προσεγγίζει με την ευλάβεια προσκυνητή και την ευφορία εφήβου, διασταυρώνονται με προβληματισμούς εξαιρετικά επίκαιρους για τη ζωή και τη φιλοσοφία των ανθρώπων του Νότου οι οποίοι, παρά τη δύσκολη επιβίωσή τους, μοιάζουν να απολαμβάνουν την κάθε στιγμή, σε αντίθεση με τους ανθρώπους του σκοτεινού Βορρά.
«Μακάρι να μπορούσα να στείλω στους φίλους έστω μόνο μιαν ανάσα αυτής της ανάλαφρης ζωής! Για έναν Ιταλό τοultramontane είναι μια πολύ σκοτεινή εικόνα, αλλά κι εμένα μού φαίνεται τώρα αυτό το πέρα από τις Άλπεις ζοφερό».
